- βλυχός
- η , ό солоноватый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βλυχός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 28 κάτ.) της Ύδρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ύδρας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * ή, ό ο γλυφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. μτγν.) *βλυχός, τού οποίου την ύπαρξη πιστοποιεί το επίθ. βλυχώδης (Φίλων Ιουδαίος, 1ος μ.Χ … Dictionary of Greek
βουνί — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 158 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλικής του νομού Κεφαλληνίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 40 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θιναλίου… … Dictionary of Greek
γλυτώνω — και γλυτρώνω και εγλυτώνω (Μ γλυτώνω και ἐγλυτώνω) 1. απαλλάσσω κάποιον από ένα κίνδυνο ή μια συμφορά, σώζω, λυτρώνω 2. αποπερατώνω, τελειώνω 3. απαλλάσσομαι από κίνδυνο ή συμφορά, λυτρώνομαι νεοελλ. φρ. 1. «από τρίχα γλύτωσα» παρά λίγο να… … Dictionary of Greek
γλυφάδα — Ονομασία οκτώ οικισμών. 1. Παραλιακή πόλη (υψόμ. 5 μ., 80.409 κάτ.) του νομού Αττικής, τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Πειραιώς. Η Γ.… … Dictionary of Greek
γλυφός — ή, ό αυτός που έχει υφάλμυρη γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *βλυχός, με τροπή τού β σε γ και ανομοιωτική τροπή του χ σε φ ] … Dictionary of Greek